WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
στερώ | | deprive |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
deprive sb of sth vtr + prep | (deny, take away) (κάτι από κάποιον) | στερώ ρ μ |
| Parents who deprive their children of affection often end up doing them lasting damage. |
| Οι γονείς που στερούν τη στοργή από τα παιδιά τους καταλήγουν να τους προκαλούν μόνιμη ζημιά. |
lose sb sth vtr | (cause the loss of) (κάτι από κάποιον) | στερώ ρ μ |
| (μτφ, καθομ) | κοστίζω ρ μ |
| His lack of punctuality lost him his job. |
| Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του. |
deny sb sth vtr | (withhold sth) | αρνούμαι ρ μ |
| | στερώ ρ μ |
| They denied the teacher the use of their telephone. |
| Αρνήθηκαν στον δάσκαλο να κάνει χρήση του τηλεφώνου τους. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
cut into sth vi + prep | figurative (detract from) (κάτι από κάποιον) | στερώ ρ μ |
| (μεταφορικά: κάτι) | χαλάω, χαλώ ρ μ |
| This recession is really cutting into my luxury lifestyle! |