Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

σου στερώ


WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
στερώ deprive
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deprive sb of sth vtr + prep (deny, take away) (κάτι από κάποιον)στερώ ρ μ
 Parents who deprive their children of affection often end up doing them lasting damage.
 Οι γονείς που στερούν τη στοργή από τα παιδιά τους καταλήγουν να τους προκαλούν μόνιμη ζημιά.
lose sb sth vtr (cause the loss of) (κάτι από κάποιον)στερώ ρ μ
  (μτφ, καθομ)κοστίζω ρ μ
 His lack of punctuality lost him his job.
 Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του.
deny sb sth vtr (withhold sth)αρνούμαι ρ μ
  στερώ ρ μ
 They denied the teacher the use of their telephone.
 Αρνήθηκαν στον δάσκαλο να κάνει χρήση του τηλεφώνου τους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cut into sth vi + prep figurative (detract from) (κάτι από κάποιον)στερώ ρ μ
  (μεταφορικά: κάτι)χαλάω, χαλώ ρ μ
 This recession is really cutting into my luxury lifestyle!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bereave sb of sth/sb v expr (deprive sb of)στερώ κτ/κπ από κπ ρ μ + πρόθ
 The First World War bereaved the couple of both their sons.
bereft of sth adj + prep (person: deprived of sth)στερώ κπ από κτ, αποστερώ κπ από κτ ρ μ + πρόθ
  αφήνω κπ με κτ ρ μ + πρόθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία στη δομή.
 The game left me bereft of a hundred dollars.
 Το παιχνίδι με άφησε με εκατό δολάρια λιγότερα.
denude sth/sb of sth vtr + prep (take sth away from sth/sb)απογυμνώνω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
  στερώ κτ από κπ/κτ ρ μ + πρόθ
disempower sb vtr (take power away from sb)αποδυναμώνω ρ μ
  στερώ από κπ τη δύναμή του περίφρ
disenfranchise sb,
disfranchise sb
vtr
(deprive sb of a right)στερώ σε κπ το δικαίωμα περίφρ
 The new law would disenfranchise minors from buying soda.
dispossess sb of sth vtr + prep often passive (deprive sb of sth)στερώ κτ από κπ ρ μ +πρόθ
  αφαιρώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  παίρνω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 The judge's ruling dispossessed the family of their most valuable heirlooms in order for their debts to be paid.
rob sb of sth vtr + prep figurative, often passive (deprive sb of sth) (μεταφορικά)κλέβω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  στερώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 You've robbed me of everything but my dignity! She had to start working when she was 12 years old so she was robbed of her youth.
 Μου έχεις κλέψει τα πάντα εκτός από την αξιοπρέπειά μου!
 Ξεκίνησε να δουλεύει στα 12 της οπότε στερήθηκε τη νιότη της.
starve sb/sth of sth vtr + prep figurative (deprive of sth)στερώ κτ από κπ/κτ ρ μ + πρόθ
 The parents starved their children of affection.
strip sb of sth vtr + prep (take away from)στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  αφαιρώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
Σχόλιο: Προσοχή στην αντιστροφή υποκειμένου και αντικειμένου του ρήματος.
 The businessman was found guilty of fraud and the court stripped him of his assets.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση σου στερώ στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «σου στερώ».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!